Δημοφιλής κωμικός ηθοποιός, που έλαμψε ως «χρυσός δεύτερος» του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στη μεγάλη οθόνη διέπρεψε σε ρόλους «επιπόλαιου νέου», «γκαφατζή» και «καρπαζοεισπράχτορα».
Αξιοπρεπής, αυτάρκης και πλασμένος με τη στόφα του καλλιτέχνη, ο Τζανετάκος ήταν εκτός πανιού όπως και οι ρόλοι του: το καρδιακό φιλαράκι που έσπαγε πλάκα με τη ζωή και τη γλεντούσε όπως της έπρεπε, παραμένοντας η ψυχή της παρέας με τα χωρατά και τα καλαμπούρια του τόσο στα πλατό όσο και τα παρασκήνια. Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ να κλαίγεται, να παραπονιέται ή να παρακαλά για έναν ρόλο, καθώς τα συμβόλαια έπεφταν βροχή για τον λαϊκό αυτό ήρωα που σφράγισε με το ανάλαφρο και παιγνιώδες τις καρδιές του κοινού.
Ο Αλέκος Τζανετάκος γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με τη μητέρα του και τις τέσσερις αδελφές του στα Μανιάτικα του Πειραιά (Τρεις από τις τέσσερις αδελφές του, η Άννα, η Νινή και η Κάσσυ, ακολούθησαν τα χνάρια του με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Τζάνετ). Τελείωσε νυχτερινό γυμνάσιο στον Πειραιά, δουλεύοντας το πρωί ως μεταλλουργός. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης- Κάρολος Κουν» και την Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1957 στο έργο «Οι Δικοί μας Άνθρωποι» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και συνέχισε σε ρόλους κλασσικού ρεπερτορίου, με το Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης του Κώστα Χατζώκου, σε τουρνέ ανά την Ελλάδα. Καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής στο πλευρό σπουδαίων κωμικών, όπως των Ορέστη Μακρή, Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκου Σταυρίδη και Ρένας Βλαχοπούλου.
Η μεγάλη θεατρική του επιτυχία ήταν «Ο τρελός του Λούνα Παρκ» του Γιώργου Λαζαρίδη, που ανέβηκε το 1969 στο θέατρο «Παρκ», του οποίου ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, με πρωταγωνιστές τον Θανάση Βέγγο και τη Σμαρούλα Γιούλη. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περιόδευσε ο θίασος.
Στον κινηματογράφο, από όπου έγινε και ευρύτατα γνωστός, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1956, στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τη «Φίνος Φιλμ», με την οποία γύρισε πολλές ταινίες, σε ρόλους «επιπόλαιου νέου», «γκαφατζή» και «καρπαζοεισπράχτορα».
«Έμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ίσως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Άραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, έχω φτιάξει μια μεγάλη περιουσία και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτά που μου έδωσε», θα εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 αποσύρθηκε από το θέατρο και τον κινηματογράφο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο ίδιος.
Λάτρευε τις γυναίκες (17 φορές αρραβωνιάστηκε, όπως είχε δηλώσει, αλλά ποτέ δεν προχώρησε σε γάμο) και είχε πάθος με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, ο οποίος του χάρισε πολλές επιτυχίες.
«Έμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ίσως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Άραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, έχω φτιάξει μια μεγάλη περιουσία και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτά που μου έδωσε», θα εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία του.
Ο Αλέκος Τζανετάκος πέθανε από καρδιακή προσβολή στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας, στις 11 Απριλίου 2010, σε ηλικία 73 ετών. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας ανευρύσματος αορτής.